- αχνοφέγγω
- -όφεξα, φέγγω αχνά, χλομά: Το φεγγάρι αχνόφεγγε στον ουρανό. Ουσ. αχνόφεγγο, το.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αχνοφέγγω — βλ. πίν. 21 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ., και ως απρόσ. αχνοφέγγει) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αχνοφέγγω — φέγγω αμυδρά … Dictionary of Greek
διαυγάζω — (ΑΝ) 1. λάμπω μέσα από κάτι, διαλάμπω 2. αρχίζω να φέγγω αμυδρά, υποφώσκω, αχνοφέγγω, αρχίζω να ανατέλλω αρχ. 1. είμαι διαφανής, διαυγής 2. είμαι φανερός («ἔφραζον τὰ διαυγάζοντα», Εφραὶμ ο Σύρος) 3. αστρολ. επηρεάζω με τις ακτίνες μου (πάπυρος)… … Dictionary of Greek
διαφέγγω — (ΑΝ) φέγγω αμυδρά, αρχίζω να φέγγω, υποφώσκω, αχνοφέγγω … Dictionary of Greek
υποφώσκω — ὑποφώσκω ΝΑ αρχίζω να φέγγω, αχνοφέγγω (α. «υποφώσκει η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον» β. «τῆς ἡμέρας ὑποφωσκούσης», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Άλλος τ. τού ρ. ὑποφαύσκω, κατ επίδραση τής λ. φῶς (πρβλ. διαφαύσκω: διαφώσκω] … Dictionary of Greek
υποφώσκω — βλ. πίν. 152 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: υποφώσκω : δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με το υποβόσκω. Το υποφώσκω σημαίνει → αχνοφέγγω, θαμποφέγγω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής